συνδεσμώτης

συνδεσμώτης
ο, ΝΜΑ [δεσμώτης]
συνδέσμιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδεσμώτης — fellow prisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμωτῶν — συνδεσμώτης fellow prisoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμῶται — συνδεσμώτης fellow prisoner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… …   Dictionary of Greek

  • ξυνδεσμωτῶν — συνδεσμωτῶν , συνδεσμώτης fellow prisoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”